τυφλόμυγα — η, Ν είδος παιχνιδιού κατά το οποίο ένας παίκτης με δεμένα τα μάτια προσπαθεί να πιάσει έναν από τους συμπαίκτες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + μύγα] … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
Evgenia Fakinou — (auch Evjenia Fakinu, griechisch Ευγενία Φακίνου, * 8. Juni 1945 in Alexandria) ist eine griechische Schriftstellerin. Sie wuchs in Athen auf, wo sie auch heute noch lebt. Ihre Ausbildung umfasst graphische Künste und Fremdenführung. Mehrere … Deutsch Wikipedia
μυΐνδα — (Α) επίρρ. (συν.) φρ. «μυΐνδα παίζειν» το να παίζει κανείς την τυφλόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, κρυπτίνδα) η επιρρηματική όμως κατάλ. τού τ. πιθ. συνδέει τη λ. με το ρ. μύω «φυλάγομαι, κρατώ μυστικά»] … Dictionary of Greek
χαλκούς — ή, ούν / χαλκοῡς, ῆ, οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, έα και ιων. τ. έη, ον, θηλ. και ος, και επικ. τ. χάλκειος, είη, ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, ΐη, ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, ία, ον, Α (λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις … Dictionary of Greek
ψηλαφίνδα — ἡ, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) είδος ομαδικού παιχνιδιού, η τυφλόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα)] … Dictionary of Greek
Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… … Dictionary of Greek